- αχυρώδης
- -ες (AM ἀχυρώδης, -ες)ο όμοιος με άχυρονεοελλ.γεμάτος από άχυρααρχ.-μσν.ασήμαντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
ՅԱՐԴԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0346 Chronological Sequence: 5c, 10c, 12c ա. ἁχυρώδης palearis. Որ ունի զտեսիլ եւ զնմանութիւն յարդի. յերդի նման. սաման միսալը. *Ի կաւոյն եւ յաղիւսոյն աղատիմք, եւ ոչ որքան յարդատեսակ խորհրդով ʼի յոլովից ըմբռնեալք. Ածաբ. պասք. ՟Բ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)